- ἐνορχέομαι
- ἐνορχέομαι,A = ὀρχέομαι ἐν . ., Alciphr.3.65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνορχεῖσθαι — ἐνορχέομαι pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνορχουμένας — ἐνορχουμένᾱς , ἐνορχέομαι pres part mp fem acc pl (attic epic doric) ἐνορχουμένᾱς , ἐνορχέομαι pres part mp fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)